- προσεπικουρώ
- Νπαρέχω πρόσθετη βοήθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐπικουρῶ «βοηθώ, συντρέχω». Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ρ. Ι. Νικολαΐδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσεπικουρία — η, Ν [προσεπικουρῶ] πρόσθετη βοήθεια … Dictionary of Greek